καλάι

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

και καλλάι, το (Μ καλάι)
το μέταλλο κασσίτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλλαϊς «είδος πολύτιμου λίθου» ή, κατ' άλλους, από το τουρκ. kalay, το οποίο είναι πιθ. αντιδάνειο από το αρχ. κάλλαϊς].