καλημέρα

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

καλημέρα)
1. επιφών. χαιρετισμού
2. ως ουσ. η καλημέρα
ο χαιρετισμός με το επιφών. ευχής «καλημέρα»
3. (γενικά) χαιρετισμός, κοινωνική σχέση και γνωριμία («δεν θέλω ούτε την "καλημέρα" σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή (η)μέρα.