καμηλάρης

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

ο (AM καμηλάριος, Μ και καμηλάρης)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -άρης].