καμπουριάζω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
καμπούρης
1. (αμτβ.) βγάζω στην πλάτη μου καμπούρα, γίνομαι καμπούρης, κυρτώνομαι («πρόσεχε να μην καμπουριάζεις όταν περπατάς»)
2. (μτβ.) κάνω κάτι κυρτό, κυρτώνω, λυγίζω, καμπυλώνω («μέ καμπούριασαν τα βάσανα»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καμπουριασμένος, -η, -ο
καμπούρης, κυρτός, λυγισμένος.