καμπυλαύχην

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

German (Pape)

[Seite 1318] ενος, krummhälsig.

Greek Monolingual

καμπυλαύχην, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καμπυλωτό, κυρτό αυχένα, αυτός που σκύβει τον σβέρκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + αυχήν].