καμπυλαύχην
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
German (Pape)
[Seite 1318] ενος, krummhälsig.
Greek Monolingual
καμπυλαύχην, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καμπυλωτό, κυρτό αυχένα, αυτός που σκύβει τον σβέρκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + αυχήν].