κανδόχα

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανδόχα Medium diacritics: κανδόχα Low diacritics: κανδόχα Capitals: ΚΑΝΔΟΧΑ
Transliteration A: kandócha Transliteration B: kandocha Transliteration C: kandocha Beta Code: kando/xa

English (LSJ)

κήλη (Laconian), Hsch.; cf. καναδόκα.

Greek (Liddell-Scott)

κανδόχα: «κήλη· Λάκωνες» Ἡσύχ. (ἔνθα διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».

Greek Monolingual

κανδόχα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα.