κανονιοφόρος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

η
1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα
2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» — η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος, αντί του αναμενομένου κανον-ο-φόρος (βλ. λ. κανονιοβολώ) < κανόνι(Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ολμοφόρος, σκευοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].