καράφλα

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

η
φαλάκρα, η απουσία τριχών από το κεφάλι, η γυμνότητα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάκρα με αντιμετάθεση].