καράφλα

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

η
φαλάκρα, η απουσία τριχών από το κεφάλι, η γυμνότητα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάκρα με αντιμετάθεση].