γυμνότητα

Greek Monolingual

η (AM γυμνότης) γυμνός
1. το να είναι κανείς γυμνός
μσν.- νεοελλ.
1. ανεπάρκεια εφοδίων
2. οποιαδήποτε έλλειψη
νεοελλ.
(για τόπους) έλλειψη βλάστησης.