καρτάλλιον

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α)
μικρό καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ειδώλιον, κιόνιον)].