καρύδα

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

η καρύδι
1. ο καρπός του κοκοφοίνικα
2. το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς.