κατάλληλα

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
βλ. κατάλληλος.

Russian (Dvoretsky)

κατάλληλα: adv.
1 одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2 последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).