κατέργνυμι
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
v. κατείργω.
Greek (Liddell-Scott)
κατέργνυμι: κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατέργνυμι (Α)
ιων. τ. βλ. κατείργω.
Greek Monotonic
κατέργνυμι: κατέργω, Ιων. αντί κατείρ-.