κατέστην

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monotonic

κατέστην: αόρ. βʹ του καθίστημι· -κατέστησα, αόρ. αʹ.