καταβολάδα

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].