καταδράχνω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].