καταδράχνω
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek Monolingual
καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].