κατακαίνουργος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(επιτ. του καινούργιος) ολοκαίνουργος, νεώτατος.