κατακλονίζω

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

κατακλονίζω (Μ)
συνταράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ-ε-κλόν-ησ-α του κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ-ε-δρόσ-ισα: κα-τα-δροσ-ίζω (πρβλ. και ηρεμ-ίζω - ηρεμ-ώ, οχλ-ίζω - οχλώ)].