καταμασώ

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

καταμασῶ (Μ)
εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μασῶ (πρβλ. ανα-μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)].