καταμεσήμερο
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
το
1. η στιγμή του μεσημεριού, η ακμή της μεσημβρίας
2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο
καταμεσήμερα.