καταναγκασμός
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Greek Monolingual
ο καταναγκάζω
ο εξαναγκασμός ενός ατόμου με χρησιμοποίηση βίας ή με παράνομη άσκηση εξουσίας να πράξει κάτι παρά τη θέλησή του.