Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
καταπεπτηώς: Hes. part. pf. 2 к καταπτήσσω.
καταπεπτηώς -υῖα -ός ptc. perf. van καταπτήσσω.