καταπεπτηώς

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Russian (Dvoretsky)

καταπεπτηώς: Hes. part. pf. 2 к καταπτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπεπτηώς -υῖα -ός ptc. perf. van καταπτήσσω.