καταπυγόσυνος

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγόσῠνος: -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

καταπυγόσυνος, -η, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ-όσυνος: ευφροσύνη].