κατασκευασείω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 1378] desiderativ. zum Vorigen, ich möchte gern einrichten, Xen. Hell. 2, 3, 36, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευασείω: ἐφετ., ἐφίεμαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ κατασκευάζω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36.