κατασκοπώ

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

κατασκοπῶ, -έω (Α) κατάσκοπος
1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
2. κατασκοπεύω
3. μέσ. κατασκοποῦμαι, -έομαι
παρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά.