κατασκοπώ

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

κατασκοπῶ, -έω (Α) κατάσκοπος
1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
2. κατασκοπεύω
3. μέσ. κατασκοποῦμαι, -έομαι
παρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά.