δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
κατασκοπῶ, -έω (Α) κατάσκοπος1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά2. κατασκοπεύω3. μέσ. κατασκοποῦμαι, -έομαιπαρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά.