καταστενοχωρώ

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και καταστεναχωρώ (Α καταστενοχωρῶ, -έω)
νεοελλ.
στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ
αρχ.
οδηγώ κάποιον σε στενοχωρία, σε στενό χώρο.