καταστενοχωρώ

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

και καταστεναχωρώ (Α καταστενοχωρῶ, -έω)
νεοελλ.
στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ
αρχ.
οδηγώ κάποιον σε στενοχωρία, σε στενό χώρο.