ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
(AM κατατρυπῶ, -άω)(επιτ. τ. του τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώνεοελλ.(αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε»).