κατευθύς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

German (Pape)

[Seite 1398] = κατευθύ, w. m. s.

Greek Monolingual

κατευθύς, κατεύθεια (Μ)
τελείως ευθύς, ολόισιος.