κατευθύ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
Adv. straight forward, τὸ κατευθὺ ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κατευθὺ ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κατευθὺ τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κατευθὺ δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)
German (Pape)
[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.
French (Bailly abrégé)
adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ' εὐθύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατευθύ [κατ’ εὐθύ] adv., rechtuit.
Russian (Dvoretsky)
κατευθύ:
I или κατ᾽ εὐθύ adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.
II praep. cum gen. (на)против (τινος Plut.).
Greek Monolingual
κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].
Greek Monotonic
κατευθύ: επίρρ., κατ' ευθείαν εμπρός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.