κατράμι

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

και κατράνι, το
ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ξύλων από ρητινοφόρα δένδρα, αλλ. κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catrame].