κατράνι

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το
κατράμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ' άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι].