κατράμι
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
και κατράνι, το
ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ξύλων από ρητινοφόρα δένδρα, αλλ. κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catrame].