κατρακύλημα

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

το κατρακυλώ
1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση
2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση.