κατσουφιά

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

η
η κατήφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά].