κατσουφιά

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η
η κατήφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά].