κατσουφιάζω
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
Greek Monolingual
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].