Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατωμέρι

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

το
1. πεδινός τόπος
2. (περιλπτ.) τα χωριά του κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των ορεινών περιοχών
3. στον πληθ. τα κατωμέρια
τα κάτω μέρη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -μέρι (< μέρος), πρβλ. χοιρομέρι].