Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατωμέρι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το
1. πεδινός τόπος
2. (περιλπτ.) τα χωριά του κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των ορεινών περιοχών
3. στον πληθ. τα κατωμέρια
τα κάτω μέρη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -μέρι (< μέρος), πρβλ. χοιρομέρι].