κατωμέρι

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

Greek Monolingual

το
1. πεδινός τόπος
2. (περιλπτ.) τα χωριά του κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των ορεινών περιοχών
3. στον πληθ. τα κατωμέρια
τα κάτω μέρη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -μέρι (< μέρος), πρβλ. χοιρομέρι].