κατωμερίτης

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

-ίτισσα, -ίτικο κατωμέρι
αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος.