κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
[Seite 1408] τό, dim. zum Vorigen, Zonar.
καυνάκιον, τὸ (Α)υποκορ. του καυνάκης.