καυχησιάρικος

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο καυχησιάρης
αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»).
επίρρ...
καυχησιάρικα
με καυχησιάρικο τρόπο.