καχρυδιάζομαι
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
sprout in winter, ὁ σπόρος -άσεται Cat.Cod.Astr. 8(4).251.
Greek Monolingual
καχρυδιάζομαι (Α)
φυτρώνω τον χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υδος + κατάλ. -ιάζομαι].