κεραυνούχος
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
κεραυνοῦχος, -ον (Α)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῦχος Ζεύς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)].