κεφαλαιοκράτης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα
1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής
2. οπαδός της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].