French (Bailly abrégé)
v. χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
κεχάρηκα: (χᾰ) pf. к χαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
κεχάρηκα: κεχάρημαι, κεχαρησέμεν, κεχαρήσεται, κεχάρητο, -ηντο, κεχαρηώς, ἴδε ἐν λέξ. χαίρω.
Greek Monotonic
κεχάρηκα: κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του χαίρω.