κηδεμονικῶς

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).