κητέλαια

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

τα
χημ. ζωικά έλαια που λαμβάνονται από την τήξη τών λιπαρών στιβάδων τών κητωδών, χρήσιμα στη σαπωνοποιία, ως λιπαντικά και, μερικές φορές, στην παρασκευή εδώδιμων λιπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + ἔλαια, πληθ. του ελαιον].